- τιμητεία
- η, ΝΑ [τιμητεύω](στην αρχ. Ρώμη) η θητεία, το αξίωμα και η εξουσία τού τιμητού, τού Ρωμαίου κήνσορα («τῆς δ' ὑπατείας κατόπιν ἔτεσι δέκα τιμητείαν ὁ Κάτων παρήγγειλε», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τιμητεία — τῑμητείᾱ , τιμητεία censorship fem nom/voc/acc dual τῑμητείᾱ , τιμητεία censorship fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμητείᾳ — τῑμητείᾱͅ , τιμητεία censorship fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμητείας — τῑμητείᾱς , τιμητεία censorship fem acc pl τῑμητείᾱς , τιμητεία censorship fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμαρχία — ἡ, Α·1. η τιμοκρατία 2. το αξίωμα τού Ρωμαίου κήνσορα, η τιμητεία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + αρχία (< άρχης*)] … Dictionary of Greek
τιμητής — Στην αρχαία Ρώμη ονομάζονταν τ. δύο άρχοντες που έκαναν περιοδικά την απογραφή του ρωμαϊκού λαού για φορολογικούς και πολιτικούς σκοπούς. Ο θεσμός του τ. ανάγεται στο έτος 443 π.Χ. Η τιμητεία αποτελούσε το υψηλότερο αξίωμα της ρωμαϊκής πολιτικής… … Dictionary of Greek
τιμητικός — ή, ό / τιμητικός, ή, όν, ΝΜΑ [τιμητής] 1. (για πρόσ.) αυτός που παρέχει, που αποδίδει τιμή σε κάποιον (α. «τιμητική φρουρά» β. «τιμητικὸς... τῶν καθηγησαμένων», Πλούτ.) 2. αυτός που δηλώνει τιμή, που φανερώνει εκτίμηση σε κάποιον (α. «τιμητικός… … Dictionary of Greek
τιμητείαν — τῑμητείᾱν , τιμητεία censorship fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)